- κροκομέριον
- κροκο-μέριον, τό,A = κῆμος, Ps.-Dsc.4.133.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κροκομέριον — κροκομέριον, τὸ (Α) το φυτό κήμος ή λεοντοπόδιον … Dictionary of Greek
κροκομέριον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)